κιλοβολταμπέρ

κιλοβολταμπέρ
Μονάδα φαινόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αναπτύσσεται μέσα σε διάστημα μίας ώρας από φαινόμενη ισχύ ενός κιλοβάτ. Είναι ταυτόσημη με το κιλοβατώριο και χρησιμοποιείται στην περίπτωση του εναλλασσόμενου ρεύματος.
* * *
το
μονάδα φαινόμενης ισχύος τού εναλλασσόμενου ρεύματος ίση με 1.000 βολταμπέρ (σύμβ. kVA).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς …   Dictionary of Greek

  • κιλοβολταμπερώριο — το μονάδα φαινόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που αναπτύσσεται σε χρονικό διάστημα μιας ώρας από μηχανή που έχει φαινόμενη ισχύ ενός κιλοβολταμπέρ (σύμβ. kVAh) …   Dictionary of Greek

  • χιλιοβολταμπέρ — το, Ν άκλ. (ηλεκτρ.) το κιλοβολταμπέρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”